- τριμερεῖς
- τριμερήςtripartitemasc/fem acc plτριμερήςtripartitemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσακτριδοπόρα — τα, Ν ζωολ. τάξη μικροσκοπικών αραχνιδίων με λεπτό επίμηκες μεταμερές σώμα, με τριμερείς χωληκεραίες και με νηματόμορφο τέλσον, τα οποία απαντούν στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές ζώντας κάτω από πέτρες, μέσα στον χούμο τών δασών ή σε… … Dictionary of Greek
τριμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρία μέρη (α. «τριμερὴς ἡ ψυχή», Αριστοτ. β. «νόμος τριμερής» μελωδία σε τρεις τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για διαπραγμάτευση ή για συνθήκη) αυτός στον οποίο συμμετέχουν… … Dictionary of Greek
ελωδία — (helodea). Πολυετής υδρόβια πόα της οικογένειας των υδροχαριτιδών, ιθαγενής της Αμερικής. Πολλαπλασιάζεται, αναπτύσσεται και εξαπλώνεται με ασυνήθιστη ταχύτητα, προκαλώντας συχνά σοβαρές ζημιές στην ιχθυοτροφία, στην ορυζοκαλλιέργεια, ακόμα και… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
πεδικουλαρίδα (pedicularis) — Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των σκροφουλαριιδών με περίπου 250 είδη, που ζουν στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Είναι πόες διετείς ή πολυετείς που φυτρώνουν συνήθως στα βουνά. Πολλές είναι δηλητηριώδεις. Τα φύλλα τους… … Dictionary of Greek
Σαντάντ, Άνουαρ — Αιγύπτιος στρατιωτικός και πολιτικός (1918 1982). Απόφοιτος της Σχολής Πολέμου του Καΐρου, υπηρέτησε στο στρατό ως αξιωματικός. Στα χρόνια του Φαρούκ, πήρε μέρος στην αντίσταση εναντίον των Άγγλων, δραστηριότητα για την οποία και φυλακίστηκε.… … Dictionary of Greek